κατορύττων

κατορύττων
κατορύσσω
bury
pres part act masc nom sg (attic)
κατορύ̱ττων , κατορύσσω
bury
pres part act masc nom sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταμιευτικός — ή, ό / ταμιευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ταμιεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αποταμίευση, αποταμιευτικός 2. κατάλληλος ή χρήσιμος για αποταμίευση μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταμιευτικόν το να αποταμιεύει κανείς, η αποταμίευση αρχ. 1. φειδωλός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”